- μακαρονάδικο
- το [μακαρονάδα]1. μακαρονοποιείο2. κατάστημα στο οποίο προσφέρεται μακαρονάδα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μακαρονάδικο — το 1. το εργοστάσιο που παράγει μακαρόνια. 2. το εστιατόριο που παρασκευάζει φαγητά με βάση τα μακαρόνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)